Η ενδομητρίωση μπορεί να συμβάλει στην υπογονιμότητα μέσω πολλών μηχανισμών και η σχέση μεταξύ ενδομητρίωσης και υπογονιμότητας είναι πολύπλοκη. Η ενδομητρίωση είναι μια κατάσταση κατά την οποία ιστός παρόμοιος με την επένδυση της μήτρας (ενδομήτριο) αναπτύσσεται έξω από τη μήτρα. Όταν αυτός ο ιστός ανταποκρίνεται σε ορμονικές αλλαγές κατά τη διάρκεια του εμμηνορροϊκού κύκλου, μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή, ουλές και συμφύσεις, οδηγώντας σε διάφορα ζητήματα που σχετίζονται με τη γονιμότητα. Ακολουθούν ορισμένοι τρόποι με τους οποίους η ενδομητρίωση μπορεί να επηρεάσει τη γονιμότητα:
- Παραμορφωμένη ανατομία της πυέλου: Η ενδομητρίωση μπορεί να προκαλέσει το σχηματισμό συμφύσεων (ζώνες ουλώδους ιστού) στην πυελική κοιλότητα. Αυτές οι συμφύσεις μπορεί να παραμορφώσουν τη φυσιολογική ανατομία της πυέλου, επηρεάζοντας τη λειτουργία των αναπαραγωγικών οργάνων, συμπεριλαμβανομένων των σαλπίγγων και των ωοθηκών. Η παραμορφωμένη ανατομία της πυέλου μπορεί να παρεμποδίσει τη σωστή μεταφορά των ωαρίων από τις ωοθήκες στη μήτρα.
- Βλάβη της σάλπιγγας: Η ενδομητρίωση μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη ενδομητριωμάτων, τα οποία είναι κύστεις γεμάτες με παλιό αίμα που σχηματίζεται στις ωοθήκες. Αυτές οι κύστεις μπορούν να προκαλέσουν φλεγμονή και βλάβη στις ωοθήκες και τις σάλπιγγες. Επιπλέον, οι συμφύσεις που σχετίζονται με την ενδομητρίωση μπορεί να μπλοκάρουν ή να βλάψουν τη λειτουργία των σαλπίγγων, εμποδίζοντας την κίνηση των ωαρίων και του σπέρματος.
- Φλεγμονώδες περιβάλλον: Η ενδομητρίωση σχετίζεται με χρόνια φλεγμονή στην πυελική κοιλότητα. Το φλεγμονώδες περιβάλλον μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα των ωαρίων, του σπέρματος και των εμβρύων, καθιστώντας πιο δύσκολη τη γονιμοποίηση και την εμφύτευση.
- Αλλαγές στο περιβάλλον της μήτρας: Οι βλάβες της ενδομητρίωσης μπορεί να επηρεάσουν την επένδυση της μήτρας, οδηγώντας σε αλλοιώσεις στην ενδομήτρια δεκτικότητα. Αυτό μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα ενός γονιμοποιημένου ωαρίου να εμφυτεύεται με επιτυχία στη μήτρα.
- Ορμονικές ανισορροπίες: Η ενδομητρίωση επηρεάζεται από ορμονικές αλλαγές, ιδιαίτερα τα οιστρογόνα. Οι ορμονικές ανισορροπίες που σχετίζονται με την ενδομητρίωση μπορεί να διαταράξουν τον κανονικό εμμηνορροϊκό κύκλο και την ωορρηξία, μειώνοντας τις πιθανότητες σύλληψης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ανάπτυξη κύστεων ενδομητρίωσης στις ωοθήκες είναι ένα σύνθετο πρόβλημα καθώς η μη αντιμετώπιση τους μπορεί να προκαλέσει υπογονιμότητα και μείωση του ωοθηκικού αποθέματος. Από την άλλη πλευρά η χειρουργική αντιμετώπιση τους από ένα ιατρό χωρίς εξειδικευμένη γνώση της νόσου μπορεί να προκαλέσει καταστροφή υγιούς ωοθηκικού ιστού και κατ’επέκταση υπογονιμότητα λόγω του χειρουργείου.
Είναι λοιπόν ζωτικής σημασία πρίν ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση για χειρουργική αντιμετώπιση της νόσου, η ασθενής να συμβουλευθεί έναν ειδικό γονιμότητας ώστε να συζητήσει ποια είναι η καταλληλότερη μέθοδος αντιμετώπισης της κατάστασής της.
Συστήνεται ακόμα, σε ασθενείς με ηπίου ή και σοβαρού βαθμού ενδομητρίωση η οποίες δεν επιθυμούν γονιμότητα, να αξιολογούνται οι ωοθήκες και το ωοθηκικό απόθεμα μέσω υπερήχου και μέτρησης της Αντι-Μυλλερίου Ορμόνης (ΑΜΗ) και να συζητείται η κατάψυξη ωαρίων ώστε να διατηρηθεί η γονιμότητα της ασθενούς καθώς είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι η ενδομητρίωση μπορεί να μειώσει το ωοθηκικό απόθεμα στο μέλλον.
Παρά αυτές τις πιθανές προκλήσεις, πολλά άτομα με ενδομητρίωση μπορούν ακόμα να συλλάβουν φυσικά. Ωστόσο, για όσους αντιμετωπίζουν δυσκολίες, συνιστώνται θεραπείες γονιμότητας όπως η εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF). Η εξωσωματική γονιμοποίηση περιλαμβάνει την ανάκτηση ωαρίων από τις ωοθήκες, τη γονιμοποίησή τους με σπέρμα σε εργαστήριο και τη μεταφορά των εμβρύων στη μήτρα.
Είναι σημαντικό για τα άτομα με ενδομητρίωση που προσπαθούν να συλλάβουν να αναζητήσουν την καθοδήγηση ενός ειδικού γονιμότητας ώστε να γίνει μια ενδελεχής αξιολόγηση, να συζητηθούν οι επιλογές θεραπείας και να αναπτυχθεί ενός εξατομικευμένου σχεδίου για τη βελτιστοποίηση των πιθανοτήτων σύλληψης.